- προαπόδειξη
- ημέθοδος απόδειξης κατά την οποία οι διάδικοι πρέπει να προσκομίσουν κατά την ώρα της δίκης τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.