προαπόδειξη

προαπόδειξη
η
μέθοδος απόδειξης κατά την οποία οι διάδικοι πρέπει να προσκομίσουν κατά την ώρα της δίκης τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαπόδειξη — η / προαπόδειξις, είξεως, ΝΑ [προαποδείκνυμι] νεοελλ. (νομ.) η πριν από την έκδοση προδικαστικής απόφασης προσαγωγή, από τους διαδίκους, όλων τών εγγράφων που αποδεικνύουν την αλήθεια τών ισχυρισμών τους αρχ. προκαταρκτική απόδειξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”